παράτροπος

παράτροπος
παρά-τροπος, ον,
A turned aside : turned from the right way, lawless,

εὐναί Pi.P.2.35

.
2 strange, unusual, Opp.H.1.515, 4.18, cf. Plu.Lys.12.
II [voice] Act., averting,

μόρου π. μέλος E.Andr.528

(lyr.) :—where Sch. expl. [full] παρατροπικός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράτροπος — turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτροπος — η, ο / παράτροπος, ον, ΝΑ [παρατρέπω] 1. αυτός που παρεκκλίνει από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, λοξός, πλάγιος, γυρμένος 2. μτφ. αυτός που υπέστη εκτροπή από την ευθεία οδό, παράνομος («εὐναὶ παράτροποι», Πίνδ.) αρχ. παράδοξος, παράξενος,… …   Dictionary of Greek

  • παράτροπον — παράτροπος turned aside masc/fem acc sg παράτροπος turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράτροποι — παράτροπος turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατροπικός — ή, όν, Α [παράτροπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρατροπή, σε παρέκκλιση, σε εκτροπή, ο παράτροπος …   Dictionary of Greek

  • παρατροπώ — έω, Α [παράτροπος] 1. εκτρέπω από το ορθό, απατώ, πλανώ, παραπλανώ («τί με ταῡτα παρατροπέων ἀγορεύεις;», Ομ. Οδ.) 2. παραπείθω («λίσσεό μιν πυκινοῑς παρατροπέων ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”